Παράθυρο για την εξεύρεση λύσης στο θέμα των δανειοληπτών με οφειλή σε ελβετικό νόμισμα, επιχειρεί να ανοίξει με πρόταση που δημοσιοποίησε, ο Συνήγορος του Καταναλωτή. Η πρόταση καλύπτει τις περιπτώσεις των δανειοληπτών που δεν είχαν ενημερωθεί επαρκώς για τους κινδύνους του δανείου σε ξένο νόμισμα και η αλλαγή της ισοτιμίας έχει επηρεάσει καθοριστικά τη δυνατότητα αποπληρωμής της οφειλής τους. Με βάση τη σχετική πρόταση, η καταβολή της δόσης του δανείου θα χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, το οποίο θα είναι και αυτό που θα πληρώνει ο δανειολήπτης, θα υπολογίζεται με βάση σταθερή ισοτιμία ευρώ έναντι ελβετικού φράγκου και θα ισούται με 1,40 ελβετικά φράγκα. Τη διαφορά που θα προκύπτει με βάση τη σημερινή πραγματική ισοτιμία, θα αναλαμβάνει η τράπεζα μέχρι και τη λήξη του δανείου, επωμιζόμενη με αυτό τον τρόπο τη ζημία από την κακή πώληση του προϊόντος.
Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Καταναλωτή, η πρόταση μπορεί να αποτελέσει βάση για τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών σε αυτές τις υποθέσεις, αρκετές εκ των οποίων έχουν οδηγηθεί στα δικαστήρια, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει υπάρξει τελεσίδικη απόφαση. Το πρόβλημα είναι γενικευμένο και αφορά 65.000 δανειολήπτες περίπου, οι οποίοι έχουν δάνεια αξίας 8 δισ. ευρώ, κυρίως στεγαστικά και επιχειρηματικά. Η δικαστική διένεξη επικεντρώνεται στο κατά πόσο, οι τράπεζες είχαν ενημερώσει επαρκώς τους δανειολήπτες για τους κινδύνους που αναλάμβαναν, παίρνοντας δάνειο σε ξένο νόμισμα. Από την πλευρά των τραπεζών υποστηρίζεται ότι η ενημέρωση ήταν επαρκής μέσω ειδικού ενημερωτικού εντύπου, η παραλαβή του οποίου από τον πελάτη αποδεικνύεται με την υπογραφή του, που συνοδεύει τη σύμβαση του δανείου. Σύμφωνα ωστόσο με καταγγελίες στον Συνήγορο του Καταναλωτή υπήρξαν και περιπτώσεις δανειοληπτών που δεν είχαν προμηθευτεί το σχετικό έντυπο, με αποτέλεσμα να μην επιβεβαιώνεται η τήρηση από την πλευρά της τράπεζας της αξιόπιστης πληροφόρησης.
Πέραν του κατά πόσο μπορεί να στηριχθεί νομικά η επαρκής ενημέρωση από την πλευρά της τράπεζας του κινδύνου που αναλάμβαναν οι δανειολήπτες παίρνοντας στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, το πρόβλημα είναι ουσιαστικό. Γιατί ανάλογα με το πότε πήρε κάποιος το δάνειο και με ποια ισοτιμία, υπάρχουν περιπτώσεις, που το άληκτο κεφάλαιο δεν απομειώνεται, ακόμη και αν ο οφειλέτης αποπληρώνει επί σειρά ετών και χωρίς καθυστερήσεις τη μηνιαία δόση του δανείου του. Η τάση αυτή ενισχύθηκε ειδικά μετά την απελευθέρωση της κλειδωμένης ισοτιμίας που αποφάσισε η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας στις αρχές του 2015. Η κίνηση απελευθέρωσης ενίσχυσε περαιτέρω το ελβετικό νόμισμα, με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να χρειάζεται να καταβάλουν περισσότερα ευρώ για να απομειώνουν το δάνειό τους σε σχέση με αυτά που κατέβαλαν τόσο κατά τη λήψη του δανείου όσο και μετά, όταν η ισοτιμία είχε κλειδωθεί στο 1,20. Σήμερα 1 ευρώ ισούται με 1,09 ελβετικά φράγκα, επιδεινώνοντας περαιτέρω την οικονομική κατάσταση της συγκεκριμένης κατηγορίας δανειοληπτών, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ζημία που έχουν υποστεί, δεν αποκαθίσταται ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα μειωμένα επιτόκια που βαρύνουν ένα δάνειο σε ελβετικό νόμισμα.
«Προϊόντα» άλλης εποχής…
Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είχαν κάνει την εμφάνισή τους το 2005 και διαφημίστηκαν έντονα τόσο το 2007 όσο και το 2008. Αιτία ήταν το χαμηλό επιτόκιο libor της περιόδου, που διαμόρφωνε το κόστος κοντά στο 2% – 2,5%, όταν το ευρωπαϊκό επιτόκιο κυμαινόταν την περίοδο εκείνη στο 3,6%-5%. Στις αρχές του 2007, όταν τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δίνονταν μαζικά, η ισοτιμία ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ ήταν πάνω ακόμη και από το 1,6 και κάποιος που έπαιρνε δάνειο σε ελβετικό φράγκο, ωφελούνταν τόσο από το χαμηλό επιτόκιο όσο και από το αδύναμο νόμισμα. Ακολούθησε το κλείδωμα της ισοτιμίας στο 1,20 με απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας το 2012, μια απόφαση με την οποία επιχειρήθηκε να σταματήσει η ισχυροποίηση του νομίσματος. Τον Ιανουάριο του 2015 η Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε την απελευθέρωση της ισοτιμίας, η στήριξη της οποίας είχε μεγάλο κόστος.
πηγη: kathimerini.gr